ταμιεύτρια

ταμιεύτρια
ἡ, Μ
αυτή που προσφέρει κάτι, δωρήτρια («τὴν τῶν ἀγαθῶν καὶ μεγίστων δωρεῶν ταμιεύτριαν», Ανδρ. Κρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταμιεύω + κατάλ. -τρία, θηλ. τής κατάλ. -τήρ*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”